Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
Έχουμε τη μεγάλη τιμή – η οποία παράλληλα συνεπάγεται και μία μεγάλη ευθύνη – να στεκόμαστε σ’ ένα χώρο ένδοξο και αγιασμένο. Τόπο ηρωικού αγώνα, αλλά και μεγάλης θυσίας και μαρτυρίου. Εδώ στην Ιερά Μονή του Αγίου Μηνά έλαμψε η μεγαλοσύνη του Ελληνικού έθνους τόσο σε καιρούς ειρηνικούς, αλλά και σε περιόδους δοκιμασιών, που επιτρέπει ο Θεός, προκειμένου να φανεί η πνευματική μας αξία. Τέτοιες ώρες δοκιμασίας υπήρξαν οι τραγικές, αλλά και μεγαλειώδεις στιγμές του Απριλίου του 1822.
Ο κορυφαίος των νεοελλήνων ποιητών, Κωστής Παλαμάς, είχε διατυπώσει με το μοναδικό ποιητικό του τάλαντο το εξής αξιομνημόνευτο δίστιχο: «Η μεγαλοσύνη των εθνών δε μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα». Και εδώ, στον χώρο της Μονής του Αγίου Μηνά, αποκαλύφθηκε το πύρωμα της καρδιάς των Χίων. Ακόμα και μέσα στη συμφορά μπόρεσε να λάμψει η χριστιανική αρετή τους και η δόξα του ελληνισμού. Η αγάπη τους για την πατρίδα εκφράσθηκε με την ηρωική αντίσταση των οχυρωμένων μέσα στη Μονή έναντι των πολυάριθμων και πάνοπλων τουρκικών ορδών. Τι κι αν ήταν λίγοι και οπλισμένοι με ελάχιστα όπλα; Ήταν όμως Έλληνες και γι’ αυτό μπόρεσαν να αναβιώσουν τις Θερμοπύλες. Ήταν όμως και συνειδητοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί κι ενώ όλοι τους μπορούσαν να γλυτώσουν την πρόσκαιρη επίγεια ζωή τους, δεν βρέθηκε μεταξύ τους ούτε ένας προδότης, ούτε ένας αρνησίθρησκος. Μία φράση, όπως: προσκυνώ τον Αλλάχ ή ασπάζομαι το Κοράνιο, ήταν αρκετή για να τους γλυτώσει από τη σφαγή. Πόσο παρεξηγημένη δυστυχώς είναι η φράση: «Σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω». Μία φράση που κάθε άλλο παρά δουλικότητα εκφράζει. Αντιθέτως ξεχειλίζει από ηρωικό φρόνημα, που μόνο από τα χείλη ενός Εθνομάρτυρα και Νεομάρτυρα μπορεί να ειπωθεί.
Αλλά ας ξετυλίξουμε το κουβάρι του χρόνου από το σωστό σημείο. Ας αφήσουμε τον εαυτό μας να μεταφερθεί νοητά στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα. Δεν είναι πολλά τα χρόνια που τον ένα δυνάστη, τον Γενοβέζο, τον έχει διαδεχθεί άλλος, ο Οθωμανός. Σ’ αυτόν τον λόφο, που τότε ήταν έρημος, και όπου υπήρχε μόνο ένας ναΐσκος, δύο ιερείς, πατέρας και γιος, είχαν τη θεοφιλή επιθυμία να ιδρύσουν Μονή. Ο πατήρ Νεόφυτος Κουμάνος και ο υιός του πατήρ Μηνάς ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την ευλογία και την έγκριση να τεθεί υπό την προστασία του η Μονή που θα οικοδομούσαν. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄ αποδέχθηκε το αίτημα και εξέδωσε σχετικό Σιγίλλιο, γι’ αυτό τον λόγο η Μονή χαρακτηρίσθηκε ως Πατριαρχική.
Με προσωπικούς κόπους και έξοδα ο πατήρ Νεόφυτος και ο πατήρ Μηνάς άρχισαν την ανέγερση. Η Μονή θα τιμόταν στο όνομα των Αγίων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, όμως με την πάροδο των ετών επικράτησε να ονομάζεται Μονή του Αγίου Μηνά. Ήταν μια ανδρική Μονή που λειτουργούσε με το κοινοβιακό σύστημα. Αρχικά υπήρξε ένα μικρό Μοναστήρι. Σταδιακά όμως αποτέλεσε τον χώρο πνευματικής ασκήσεως ολοένα και περισσοτέρων μοναχών, που κατά την περίοδο της ακμής του κυμαίνονταν από 50 έως και 100. Έτσι κατέστη μια από τις σημαντικότερες Μονές του νησιού μας.
Πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές την επισκέφθηκαν καταγράφοντας σε κείμενά τους ιδιαιτέρως αξιόλογες και πολύτιμες πληροφορίες γι’ αυτήν. Κατά τη μαρτυρία του Γερμανού περιηγητή Γιόχαν Βανσλέμπεν (Johann Michael Wansleben) το 1673, το Καθολικό της Μονής, αν και μικρών διαστάσεων, είχε τόσο αξιόλογες τοιχογραφίες, ώστε να το χαρακτηρίσει ως τον ωραιότερο ναό στο Αιγαίο, μετά από αυτόν της Νέας Μονής. Στο Καθολικό φυλασσόταν τμήμα του Τιμίου Ξύλου. Επίσης υπήρχαν σ’ αυτό αρκετές παλιές εικόνες, πιθανότατα βυζαντινής τέχνης, και άγια λείψανα.
Στη Μονή υπήρχε αξιόλογη βιβλιοθήκη, η οποία περιείχε αρκετά χειρόγραφα αναγόμενα τουλάχιστον στον 12ο αιώνα και πολλά έντυπα βιβλία. Η παρουσία βιβλιοθήκης χειρογράφων, αλλά και εντύπων βιβλίων, αποτελεί έμμεση μαρτυρία ότι σε αυτή μόνασαν φιλομαθείς και λόγιοι μοναχοί που έκαναν χρήση της βιβλιοθήκης, επωφελούμενοι από τους πνευματικούς θησαυρούς που αυτή περιείχε, αλλά και παράλληλα φρόντιζαν για τον εμπλουτισμό της. Ακόμη μια απόδειξη της ακμής που γνώριζε η Μονή τον 18ο αιώνα υπήρξε και η ίδρυση σχολής σ’ αυτήν το 1778, η οποία λειτούργησε για σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες. Ονομαστοί μαθητές της Σχολής του Αγίου Μηνά υπήρξαν οι διαπρεπείς ιεροκήρυκες Ιάκωβος Μαύρος και Λαυρέντιος Χρυσοβελώνης. Υπάρχει η εκδοχή ότι στη Σχολή αυτή μαθήτευσε για μικρό χρονικό διάστημα και ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Ε΄, που απαγχονίσθηκε από τους Τούρκους με την έναρξη της Επαναστάσεως.
Τον Μάρτιο του 1821 ήρθε η μεγάλη Ώρα του Γένους. Το «ποθούμενον», που έλεγε προφητικά ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ήταν πια πραγματικότητα. Η αδάμαστη και αγέραστη ψυχή της Ελλάδος συνέτριψε τις βαριές αλυσίδες της δουλείας και νεκρανάστησε την ενταφιασμένη επί 4 αιώνες Ελευθερία, μέσα από αμέτρητες θυσίες και ποταμούς αιμάτων, έτσι ώστε να κυριολεκτεί ο Εθνικός μας ύμνος, όταν λέει ότι είναι «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά».
Η Χίος επαναστατεί και αποτινάσσει για λίγο τον ζυγό της δουλείας, αλλά σύντομα οι Οθωμανοί επικρατούν και πάλι. Τη Μεγάλη Πέμπτη, στις 30 Μαρτίου του 1822, εξαπολύθηκε ένας αιματηρός και πλήρης εγκλημάτων διωγμός εναντίον των Χριστιανών του νησιού. Η Μονή του Αγίου Μηνά – αφενός λόγω του οχυρού περιβόλου της και αφετέρου λόγω της ιερότητας του χώρου – αποτέλεσε πόλο έλξεως για τους Χιώτες κάθε ηλικίας, οι οποίοι έσπευδαν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους, προκειμένου να σωθούν από τις ανελέητες σφαγές που ήδη είχαν ξεκινήσει. Στη Μονή κατέφυγαν χιλιάδες άνθρωποι, που ο αριθμός τους κυμαίνεται σε διάφορες πηγές από 3.000 έως και 6.000. Η πλειοψηφία των κατατρεγμένων αυτών Χίων, που ζητούσαν ένα άσυλο σωτηρίας, ήταν γυναίκες, παιδιά και γέροντες. Ελάχιστοι από τους άνδρες διέθεταν όπλα, τα περισσότερα εκ των οποίων παλιά και δύσχρηστα με ελάχιστα πολεμοφόδια. Μεταξύ αυτών των λίγων, αλλά αποφασισμένων αγωνιστών διακρίθηκαν για την τόλμη και τη γενναιότητά τους : ο Ιωάννης Φατούρος από τα Θυμιανά, ο Κωνσταντίνος Μονογυιός από το Νεοχώρι και ο Κονταναγνώστης από τα Καρδάμυλα. Όλοι αυτοί, καθώς και λίγοι Σαμιώτες, θα μπορούσαν εύκολα, αν έφευγαν μόνοι τους, να επιχειρούσουν με το σπαθί στο χέρι ν’ ανοίξουν δρόμο για τον εαυτό τους κατευθυνόμενοι προς τα παράλια και να βρουν εκεί ένα πλοίο διαφυγής. Όμως προτίμησαν να παραμείνουν στη Μονή και να αγωνισθούν υπέρ πίστεως και Πατρίδος. Επέλεξαν να πολεμήσουν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός τους. Να γίνουν η ασπίδα προστασίας για τους ανήμπορους γέροντες και τα γυναικόπαιδα, παρά να τους εγκαταλείψουν έρμαιο στα ανελέητα και αιμοβόρα Οθωμανικά στίφη, που ήδη έκαιγαν τα γειτονικά προς το Μοναστήρι χωριά.
Την 1η Απριλίου του 1822, ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου, η Μονή είχε ήδη κυκλωθεί από εκατοντάδες ατάκτων Τούρκων, οι οποίοι κράδαιναν τα γιαταγάνια τους, πάνω στα οποία άχνιζε ακόμα το αίμα των προ ολίγου σφαγιασθέντων κατοίκων της Χίου. Κάθε αντίσταση φαινόταν καταδικασμένη. Με βάση την ανθρώπινη λογική δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Οι Τούρκοι είχαν τα πάντα υπέρ τους. Τρομερή αριθμητική υπεροχή, άφθονο οπλισμό και πυρομαχικά, ιππείς, πυροβόλα, τρόφιμα. Οι αμυνόμενοι είχαν μόνο τη γενναιότητά τους και προπαντός τις ελπίδες τους στον Θεό. Αν η πρόνοια και το έλεος του Κυρίου απλωνόταν πάνω τους, θα σώζονταν από τα αιμοβόρα ένστικτα των πιστών του Ισλάμ. Αν πάλι ο Δικαιοκρίτης Θεός αποφάσιζε διαφορετικά, θα υπέμεναν με ταπείνωση και καρτερία και αυτή τη δοκιμασία της πίστεως τους.
Βλέποντας την αδυναμία των εγκλωβισμένων οι Τούρκοι με πονηρία που θα ζήλευαν και οι αλεπούδες, προσποιήθηκαν συμπόνια προτείνοντας παράδοση, εγγυώμενοι τη ζωή όλων των πολιορκημένων. Όλοι όμως οι εγκλωβισμένοι στον ιερό χώρο της Μονής με ένα στόμα αρνήθηκαν να ζήσουν ως σκλάβοι και προτίμησαν να πεθάνουν ως μάρτυρες. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η ηρωική άρνηση παραδόσεως της Μονής του Αγίου Μηνά έχει το ιστορικό προηγούμενό της στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη το 1453.
Η απροσδόκητη αυτή άρνηση υποταγής έκανε τους μουσλίμ του Αλλάχ κυριολεκτικά να φρενιάσουν από την οργή τους. Με λύσσα απίστευτη και με ανείπωτη επιθυμία να χύσουν το αίμα των Γκιαούρηδων, αλλά κυρίως με την ελπίδα ότι θα λαφυραγωγήσουν και θα αποκτήσουν δούλους, όρμησαν προς τον περίβολο της Μονής. Οι αλαλαγμοί τους, οι ύβρεις και οι απειλές που ξεστόμιζαν, οι πυροβολισμοί και το συμπαγές πλήθος, που σαν μυρμηγκιά κύκλωνε από παντού το Μοναστήρι, ήταν ικανά από μόνα τους να παγώσουν το αίμα ακόμα και του πιο έμπειρου και γενναίου στρατιώτη. Οι αγωνιστές όμως έκαναν τον σταυρό τους και ξεκίνησαν μία λυσσαλέα όσο και απέλπιδα προσπάθεια αντιστάσεως. Ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανένα Τούρκο να μπει στον περίβολο όσο θα υπήρχε ακόμη και ένα βόλι στα καριοφίλια, ένα γερό γιαταγάνι στα χέρια κι ένας ζωντανός αγωνιστής. Γρήγορα αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι ότι η εκπόρθηση του Μοναστηριού δεν ήταν τόσο εύκολο εγχείρημα όσο αρχικά πίστευσαν. Οι απώλειές τους σε νεκρούς και τραυματίες τούς εκπλήττουν δυσάρεστα. Ντροπιασμένοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, αλλά χωρίς να λύσουν την πολιορκία.
Μια νεκρική σιγή απλώνεται στον λόφο του Αγίου Μηνά. Για τους πολιορκημένους τα λεπτά που κυλούσαν αυτό το Μεγάλο Σάββατο φαίνονταν ατελείωτα. Η νύκτα προχωρούσε, το ίδιο και η αγωνία τους. Κανείς δεν πρέπει να κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Οι προσευχές και οι ικεσίες προς τον Κύριο δεν έλειψαν από κανένα στόμα. Όλοι οι πιστοί βίωναν προσωπικά την αγωνία του Κυρίου στον κήπο των Ελαιών, γνωρίζοντας ότι την επόμενη ημέρα που θα ξημέρωνε θα βάδιζαν προς τον προσωπικό τους Γολγοθά σηκώνοντας ο καθένας τον σταυρό του. Όμως γνώριζαν ότι πάντα μετά τον Γολγοθά ακολουθεί η Ανάσταση. Η χαρμολύπη της Ορθοδοξίας ήταν γι’ αυτούς ένα οικείο βίωμα. Η ελπίδα της Αναστάσεως δεν θα τους εγκατέλειπε ούτε αυτή τη σκοτεινή νύκτα, που έμοιαζε σκοτεινότερη ακόμα κι από τα πιο σκοτεινά τάρταρα του Άδη.
Οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν ότι, όσο θα στέκει όρθιος ο περίβολος της Μονής, η εκπόρθηση θα είναι δύσκολη και ο φόρος αίματος που θα πληρώσουν οι ίδιοι θα είναι βαρύς. Μέσα στη νύχτα μετέφεραν δύο πυροβόλα, προκειμένου με τις μπάλες τους να γκρεμίσουν τμήματα του τοίχου. Πριν καλά καλά ξημερώσει τις ψαλμωδίες της αναστάσιμης ακολουθίας, που τελούνταν στο Καθολικό της Μονής, κάλυψαν οι εκκωφαντικοί ήχοι των εκρήξεων από τις τουρκικές οβίδες. Τα πρώτα ρήγματα δημιουργήθηκαν στον περίβολο και οι Τούρκοι αλαλάζοντας σαν δαιμονισμένοι εισχωρούσαν μέσα από αυτά στην αυλή της Μονής. Στην αρχή οι ηρωικοί υπερασπιστές κατάφεραν με αυτοθυσία να συγκρατήσουν την εισβολή. Όμως αυτό ήταν κάτι προσωρινό. Η γενναιότητα και η αυτοθυσία των λίγων Ελλήνων δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την τρομερή αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Ο ένας μετά τον άλλον οι γενναίοι υπερασπιστές έπεσαν μέχρι τον τελευταίο. Κάθε αντίσταση έσβησε.
Οι θρασύδειλοι επιδρομείς μόλις το αντιλήφθηκαν σαν άγριες ίαινες χύθηκαν επάνω στην ανυπεράσπιστη πλέον λεία τους. Τα γιαταγάνια τους άστραφταν, καθώς ανεβοκατέβαιναν με απίστευτη απανθρωπία στους λαιμούς των ανυπεράσπιστων θυμάτων τους. Τα πρόσωπα των Οθωμανών σφαγέων έμοιαζαν φρικιαστικά, παραμορφωμένα από τη διαβολική χαρά για τα ανοσιουργήματά τους, ενώ τα μάτια τους γυάλιζαν από την τρέλα της ανθρωποσφαγής. Όσους βρήκαν στην αυλή τους έσφαξαν χωρίς να διστάσουν μπροστά στη θέα γερόντων ή να λυπηθούν μωρά και παιδάκια.
Μέσα στο ναό κατέφυγαν όσοι ταλαίπωροι Χριστιανοί μπόρεσαν, διπλοί και τριπλοί απ’ όσους ήταν ικανός να χωρέσει. Η κύρια θύρα του ναού δεν γινόταν να παραβιασθεί από τους Τούρκους από τον συνωστισμό που επικρατούσε μέσα στο ναό, αλλά και την απέλπιδα προσπάθειά τους να την κρατήσουν κλειστή. Παρά την εικόνα και τους ήχους κολάσεως που επικρατούσαν έξω από το ναό, η αναστάσιμη Θεία Λειτουργία συνεχιζόταν. Οι πιστοί προσπαθούσαν όσο γινόταν να συνεχίσουν προσευχόμενοι προς τον Κύριο, τον οποίο αντιλαμβάνονταν ότι σε λίγα λεπτά θα συναντούσαν. Η Θεία Μετάληψη συνεχιζόταν, προκειμένου και οι τελευταίοι από αυτούς να λάβουν Σώμα και Αίμα Χριστού ως τελευταίο πνευματικό εφόδιο, καθώς όλοι αισθάνονταν ήδη την παγερή ανάσα του θανάτου.
Η εγκληματική ευρηματικότητα του τουρκικού μυαλού γρήγορα βρήκε τη λύση. Αφού δεν μπορούσαν να μπουν στο ναό και να σφάξουν τους ραγιάδες, θα τους έκαιγαν ζωντανούς. Με ενθουσιασμό επιδόθηκαν στην επιτέλεση του φρικιαστικού τους σχεδίου. Σύντομα η ξύλινη στέγη του ναού είχε λαμπαδιάσει από άκρη σε άκρη. Τα ξύλα που καίγονταν μετέδωσαν την πυρκαγιά και στο εσωτερικό του ναού.
Ο ανθρώπινος λόγος στέκεται ανήμπορος να εκφράσει το δράμα που εκτυλίχθηκε μέσα στο ναό. Το μυαλό σαστίζει και η γλώσσα διστάζει να μιλήσει για όσα συνέβησαν μέσα στον ιερό χώρο του ναού, δίπλα από τον οποίο αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε. Ο άγιος αυτός ναός αναδείχθηκε εφάμιλλος του ρωμαϊκού Κολοσσαίου, μέσα στο οποίο οι πρώτοι Χριστιανοί λαμπάδιαζαν καιγόμενοι από τη μανία των ειδωλολατρών την εποχή των διωγμών. Το μαρτυρικό αίμα και η καμένη σάρκα των θυμάτων κυριολεκτικά πότισαν τις πλάκες του δαπέδου του ναού του Αγίου Μηνά. Μέχρι τις ημέρες μας διασώζονται αυτά τα ίχνη του μαρτυρικού αίματός τους, παραμένοντας ο αδιάψευστος μάρτυρας της θυσίας τους. Ακόμη κι αν κάποιοι από εμάς θελήσουν να τους λησμονήσουν, αυτοί εδώ οι «λίθοι κεκράξονται» (Λκ 20, 40).
Η αιμοβόρα μανία των Τούρκων για νέο αίμα δεν κορέσθηκε. Σαν άγρια θηρία έψαξαν και το πιο απίθανο σημείο μέσα και έξω από το Μοναστήρι, προκειμένου να βρουν όσους είχαν καταφέρει να γλυτώσουν. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου είναι ότι ακόμα και την κινστέρνα της Μονής ερεύνησαν. Και όταν αντιλήφθηκαν ότι λίγοι Χριστιανοί είχαν βρει καταφύγιο μέσα στο νερό της, όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν από την απελπισία τους, αλλά τι μηχανεύθηκαν ; Έβαλαν φωτιά σε υφάσματα και τα έριχναν διαρκώς μέσα σ’ αυτήν. Όχι ότι δεν καταλάβαιναν ότι αυτά θα σβήσουν πέφτοντας μέσα στο νερό, αλλά ήθελαν να ευφρανθούν βλέποντας τα θύματά τους να ασφυκτιούν από τις αναθυμιάσεις. Ιδιαίτερο ήταν το μένος τους προς τους Ορθόδοξους κληρικούς και μοναχούς. Τον ηγούμενο της Μονής Θεοδόσιο Λουφάκη, τον προσφάτως αγιοκαταταχθέντα, προκειμένου να βρει αργό και βασανιστικό θάνατο, τον ανασκολόπισαν χρησιμοποιώντας ως σούβλα τον ιστό του λαβάρου της Αναστάσεως!
Από τους έγκλειστους στη Μονή λίγοι επέζησαν. Αιτία της σωτηρίας τους δεν ήταν η συμπόνια των Τούρκων, αλλά η φιλοχρηματία τους. Όταν κάπως κόπασε η τρελή ορμή τους για σφαγή, άρχισαν να σκέπτονται τους παράδες που έχαναν. Έτσι κράτησαν στη ζωή τις ομορφότερες και νεώτερες γυναίκες και τους νέους που μπορούσαν να τους πουλήσουν ως σκλάβους και να γεμίσουν κι άλλο τα πουγκιά τους με χρήματα ατιμίας. Ακόμα πιο λίγοι ήταν αυτοί, που μέσα στη ζωντανή αυτή κόλαση, εκμεταλλευόμενοι τον πανικό, κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν από την προσοχή των Τούρκων φεύγοντας με την ελπίδα της σωτηρίας.
Ήταν τέτοια η έκταση της ανθρωποσφαγής, που θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε την εξής μαρτυρία: Ο λόγιος Γυμνασιάρχης Γεώργιος Ζολώτας στα τέλη του 19ου αιώνα, οδήγησε τους μαθητές του Γυμνασίου της Χίου σε μια εκδρομή προσκύνημα στη Μονή του Αγίου Μηνά. Όταν θέλησαν τα παιδιά κάπου να καθίσουν ήταν αδύνατον να βρεθεί σημείο κοντά στο Μοναστήρι που να μην καλύπτεται από ανθρώπινα οστά. Εδώ να διευκρινίσουμε ότι διαρκούσης ακόμα της Τουρκοκρατίας τα περισσότερα δεν είχαν περισυλλέγει από το φόβο μήπως και εξάψουν την τουρκική εκδικητικότητα. Απομακρύνθηκαν λοιπόν οι μαθητές, για να μην πατούν τον ιερό χώρο, όπου αναπαύονταν τα οστά των μαρτύρων και, όταν τελικά πίστευσαν ότι βρήκαν κατάλληλο χώρο, ακόμα και εκεί αντίκρισαν «το οστούν από βραχίωνα ενός μικρού παιδιού»!
Όταν η Μονή ανασυστήθηκε, και το Καθολικό της επισκευάσθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ο τότε Μητροπολίτης Χίου Σωφρόνιος (1839 – 1855) ζήτησε να καθαρισθούν τα δάπεδα του ναού από τα ίχνη του ολοκαυτώματος, προκειμένου να μην καταπατείται το αίμα των μαρτύρων. Το 1879 ο φιλόπατρις Χίος Επαμεινώνδας Καράβας οικοδόμησε δίπλα στο Ναό της Μονής ένα καλαίσθητο Μαυσωλείο, προκειμένου να τοποθετηθούν εκεί τα διασωθέντα οστά των σφαγιασθέντων.
Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην επαινετή πρωτοβουλία του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Μάρκου να συσταθεί Ιστορικό Μουσείο των Σφαγών της Χίου στον χώρο αυτό της θυσίας, το οποίο και υλοποιήθηκε με την δωρεά των Αθανασίου και Μαρίνης Μαρτίνου και εγκαινιάσθηκε το 2021.
Το 1822 αυτός ο τόπος σπάρθηκε από τα κουφάρια των προγόνων μας. Ο θάνατος κούρσευσε τα ανθρώπινα σώματα, αλλά και αυτό μέχρι την κοινή ανάσταση. Όμως δεν μπόρεσε να τους στερήσει αυτό που τους άξιζε : τη δόξα την αγέραστη και τη μακαρία ανάπαυση στους κόλπους του Πλάστη. Από την πλευρά μας, όλοι μας έχουμε ένα ανεξάλειπτο χρέος. Να μην τους λησμονήσουμε, αλλά έχοντας εγκολπωθεί τις αξίες και τα ιδανικά για τα οποία αγωνίσθηκαν και θυσιάσθηκαν, να βαδίσουμε στην ηρωική και φωτεινή οδό που εκείνοι με Πίστη και αίμα χάραξαν.
Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
* Ομιλία εκφωνηθείσα στην Ιερά Μονή Αγίου Μηνά Χίου στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Δρόμος Μνήμης των Σφαγών της Χίου (1822-2022)», στις 23 Σεπτεμβρίου 2022 .